- βιώ
- (I)βιῶ (-άω) (Α)Ι. πιέζω, στενοχωρώII. (-ώμαι)1. παρασύρομαι βίαια, υποχωρώ στη βίαιη δύναμη κάποιου2. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου3. αναγκάζω κάποιον, επιβάλλω σε κάποιον κάτι4. βιάζω γυναίκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βία, αν και το βιώμαι, που είναι συνηθέστερο (Όμ., ποιητές, Ηρόδ.), θα μπορούσε να θεωρηθεί πρωταρχικός ριζικός τ. Στον Όμηρο μαρτυρούνται οι τ. βιάομαι, εβιήσατο, βεβίηκε. Στον μέλλ. βιήσεται εξάλλου αντιστοιχεί ο αρχ. ινδ. μέλλ. jyā- syati.. Τέλος, στον αττικό πεζό λόγο το ρ. βιώμαι αντικαταστάθηκε από το βιάζομαι (βλ. και βιάζω)].————————(II)βιῶ (-όω) (AM)1. είμαι ζωντανός, βρίσκομαι στη ζωή2. περνώ τη ζωή μου, διάγω («βιῶ κοσμίως», «... παρανόμως», «...φαύλως» κ.λπ.)3. φρ. «λάθε βιώσας» — ζήσε ήρεμα, στην αφάνεια και την περισυλλογή4. φρ. τα βεβιωμέναοι πράξεις της ζωής κάποιου5. βιοῡμαια) επιζώβ) διατηρώ στη ζωή.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς το ουσ. βίος* απαντά ο αθέματος αόρ. εβίων, βιώναι, ο οποίος ανάγεται στη μακροκατάληκτη δισύλλαβη ρίζα *gwiyō- «ζω» με συνεσταλμένη την πρώτη και απαθή τη δεύτερη συλλαβή. Από τον πρωταρχικό αυτόν αόριστο προήλθαν αργότερα οι υπόλοιποι τ. (πρβλ. εβιώσαο, εβίωσα, βιώσομαι, βεβίωκα) καθώς και ο ενεστ. βιόῳ -ώ (αντί του ζώω, ζω), του οποίου το θέμα είναι ένας νεώτερος σχηματισμός πιθ. ιωνικής προελεύσεως. Από τις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες στο θ. βιω- του αορ. εβίων αντιστοιχεί το αβεστ. jyā- tur «ζωή» = αρχ. ινδ. *jiyā- tu-].
Dictionary of Greek. 2013.